Καραβομαραγκοί. Το τέλος ενός επαγγέλματος

«Να σου πω πώς νιώθω όταν έρχεται η μπουλντόζα και τα τσακίζει; Τρέχουν δάκρυα από τα μάτια μου. Ξέρεις γιατί πονάω; Γιατί ξέρω πώς φτιάχνεται ένα σκαρί. Παίρνω ένα στραβόξυλο. Το πασπατεύω, το χαϊδεύω, το ξαναχαϊδεύω, το ακούω. Το φτιάχνω, ένα χρόνο, δύο χρόνια, κάθε μέρα. Είμαι εκεί δα πάνω συνεχώς. Και όταν είναι να φύγει από το καρνάγιο το καϊκι, αρρωσταίνω. Για μέρες δεν μιλάω σε άνθρωπο. Λέω από μέσα μου, «κάποιος μου παίρνει το παιδί μου, τη χαρά μου». Λόγια του μαστρο- Μιχάλη Χατζηνικολάου, ενός καραβομαραγκού, από αυτούς που η στόφα τους παρήγαγε έργο που ξεχείλιζε από μεράκι, αγάπη για τη θάλασσα και τον ταξιδευτή. «Αν δεν υπήρχαν οι καραβομαραγκοί, δεν θα υπήρχε η ανθρωπότης. Διότι αυτοί ενώνουν τους τόπους, όχι ο καπτα-Μιχάλης και ο καπτα-Γιάννης. Εμείς τους κάνουμε καραβοκύρηδες. Οι Έλληνες, με ένα κάμποτο πανί ραμμένο στο χέρι και περασμένο σε ρετσινόλαδο, φτάσανε στην άλλη άκρη της Γης, χωρίς πυξίδα, μόνο με τον Θεό και ένα γερό ξύλινο σκαρί. Και είμαστε έτοιμοι να το ξεχάσουμε αυτό»;»

Μια ερώτηση-παράπονο που κλείνει την αγωνία για ένα επάγγελμα που φθίνει στις μέρες μας. Τεχνίτες που έδιναν ζωή στους ταρσανάδες εδώ και χιλιάδες χρόνια, ασκώντας μια τέχνη που περνούσε από γενιά σε γενιά στο πλαίσιο μιας οικογενειακής παράδοσης, απέμειναν να αναπολούν τις παλιές καλές μέρες της δεκαετίας του 50, τότε που το προσωπικό ήταν πολύ, τα χέρια έπλαθαν το ξύλο, τα καρνάγια έσφιζαν από ζωή. Τα εργαλεία τους ξεχάστηκαν, το σκεπάρνι έγινε πριονοκορδέλα, η ρίνη έγινε τριβείο και όλα θαρρείς πως έχουν σκεπαστεί με το αθέατο πέπλο της λήθης.  Και όμως, οι καραβομαραγκοί ήταν ένα περιζήτητο επάγγελμα σε κάθε γωνιά του πλανήτη, που δεν εξαντλούνταν μόνο στο σχεδιασμό και το σκάρωμα του σκάφους αλλά και στην ανεύρεση της κατάλληλης ξυλείας, στην κοπή και μεταφορά των κορμών, στη σχηματοποίηση του ξύλου ανάλογα με το τμήμα για το οποίο προοριζόταν, Τα χέρια τους, τα μάτια τους, το μυαλό τους ολάκερο, γινόταν μέρος του καραβιού που με μόχθο και τέχνη δημιουργούσαν. Η εμπειρία τους, ανεκτίμητη αξία για όσους ήθελαν καλοτάξιδα και ασφαλή σκαριά, η ιστορία τους γραμμένη με ανεξίτηλο μελάνι στην πορεία και ανάπτυξη της ναυσιπλοϊας του τόπου μας.

Στις μέρες μας όμως, η επέλαση των πλαστικών σκαφών, η απουσία κινήτρων για τη διατήρηση ξύλινων σκαριών και η αδιαφορία έκαναν ένα καταστροφικό πέρασμα στο πανάρχαιο αυτό επάγγελμα που ολοένα και περισσότερο μοιάζει να ολισθαίνει προς το τέλος του. Τα καρνάγια ερήμωσαν, ο παραγωγικός ιστός στερήθηκε τα ροζιασμένα χέρια τους και απέμειναν μόνο λίγοι που σε πείσμα των καιρών συνεχίζουν να εξασκούν την τέχνη που κατέχουν, ανάμνηση θαρρείς της λαμπρής ναυτικής ιστορίας του τόπου που κάποτε αριθμούσε τον ομορφότερο στόλο ξύλινων σκαφών της Ευρώπης. Ένα πολιτιστικό έγκλημα και μια παραδοσιακή τέχνη που κάθε γενιά μετάφερε στην επόμενη με μεράκι και αγάπη. Ένα αναντικατάστατο κληροδότημα των προηγούμενων γενεών που αποζητά απεγνωσμένα την αναγνώριση και τη θέση του στο μέλλον…

Photo credit to: Stamatis Gounaris

Inspiration credit to: https://www.kathimerini.gr/culture/athinaika-plus/561282991/an-den-ypirchan-oi-karavomaragkoi-den-tha-ypirche-i-anthropotis/