Το μαλλί της γριάς

Θυμίζει κάτι από παραμύθι και λιώνει γλυκά στο στόμα, κολλάει στα μαλλιά και τα χέρια, πασαλείβει το πρόσωπο και κουβαλάει χιλιάδες παιδικές αναμνήσεις και γέλια μέσα στο πελώριο όγκο του. Τι είναι; Μα το «μαλλί της γριάς» για τους Έλληνες, ή cotton candy για τους Αμερικανούς, ή πασμάκ για τους Πέρσες και πισμανιγέ για τους Τούρκους, ή φόι τονγκ, που αρωματισμένο με άνθη γιασεμιού προσφέρεται ως σύμβολο μακροζωίας, για τους Ταϋλανδέζους. Ένα λευκό τις περισσότερες φορές, αέρινο ζαχαρωτό, που αρχικά σερβίρονταν σε πιάτο και αργότερα τυλιγμένο γύρω από ένα ξυλάκι. Ποιος αλήθεια δεν θυμάται τη λαχτάρα που ένιωθε, καθώς παρατηρούσε τη ζάχαρη να μεταμορφώνεται γύρω από το ξυλαράκι στο απόλυτο παραμυθένιο συννεφάκι μέσα από τα επιδέξια χέρια του πλανόδιου πωλητή;

Η ιστορία του όμως δεν είναι τόσο πρόσφατη όσο οι αναμνήσεις μας. Από το Μεσαίωνα ακόμη, οι σεφ μάθαιναν να λιώνουν σιρόπι και να το ανακατεύουν γρήγορα με τη βοήθεια ενός πιρουνιού, φτιάχνοντας ένα λαχταριστό γλυκό. Μόλις τον 19ο αιώνα, όσο αντιφατικό και αν μοιάζει, το «μαλλί της γριάς» ή «νεραϊδοκλωστές» όπως ήταν η αρχική του ονομασία, έκανε την εμφάνισή του σε μαζική παραγωγή, χάρις σε έναν οδοντίατρο, εφευρέτη και συγγραφέα παιδικών βιβλίων, τον William Morrison. Ο Morrison συνεργάστηκε με τον ζαχαροπλάστη John Wharton και μαζί κατασκεύασαν μια μηχανή την οποία στη συνέχεια πατεντάρισαν, που έλιωνε τη ζάχαρη σε σιρόπι στριφογυρίζοντας γρήγορα και δημιουργούσε με τη δίνη το αγαπημένο μας γλυκό.

Ένα ζαχαρωτό που αν το ξανασυναντήστε δοκιμάστε το και πάλι. Έχει εκείνη την μοναδική αλλά και μαγική ιδιότητα να μας ταξιδεύει – σαν «σύννεφο» που είναι – πάλι πίσω στο χρόνο, τότε που τα καλοκαίρια μας ήταν αξέχαστα και τα παιχνίδια με τους φίλους μας ατελείωτα.