Τα γάντια

Μάλλινα, σατέν, δαντελωτά, δερμάτινα, χρωματιστά, λάτεξ. Γάντια που αγκαλιάζουν, προστατεύουν, ζεσταίνουν και κοσμούν τα χέρια μας. Γάντια που φροντίζουν τα πονεμένα άκρα μας, γάντια που προφυλάσσουν αλλά και γάντια που αποκαλύπτουν την πρόσκληση, την πρόκληση, την προσβολή… Γάντια που συμβολίζουν την αγνότητα, την κοινωνική θέση αλλά και τον μόχθο της εργασίας. 

Η ιστορία τους χάνεται στα βάθη των αιώνων, στην εποχή των παγετώνων, όπου φαίνεται πως οι άνθρωποι φορούσαν γάντια χωρίς δάκτυλα, φτιαγμένα από μαλλί, για να προστατευτούν από το κρύο. Τα παλαιότερα, έχουν βρεθεί στον τάφο του Τουταγχαμών και χρονολογούνται μεταξύ του 1343-1323 π.Χ. και φαίνεται πως αποτελούσαν το απαραίτητο αξεσουάρ του φαραώ όταν οδηγούσε το άρμα του, σημάδι της σημασίας που θα αποκτούσαν αργότερα στους βασιλικούς κύκλους, την εκκλησία αλλά και το νομικό σύστημα.Στο πέρασμα των χρόνων τα γάντια απέκτησαν πολλούς συμβολισμούς πέρα από την πρακτική και προστατευτική τους ιδιότητα. Υφάνθηκαν σε ταπεινά σπίτια για την εργατική τάξη, έγιναν μεταλλικά για να προστατέψουν ιππότες και να φοβίσουν τον εχθρό, δερμάτινα για τους σιδεράδες του Μεσαίωνα, μεταξωτά για να φροντίσουν τα γυναικεία χέρια, λινά για να τονίσουν την ευγενή καταγωγή και την κοινωνική θέση. Το 13ο αιώνα αποτελούσαν απαραίτητο αξεσουάρ της γυναικείας ενδυμασίας που έφτανε μέχρι το ύψος του ώμου, φτιαγμένα από λινό και μετάξι. Βασιλιάδες και ευγενείς τα φορούσαν σε συγκεκριμένες τελετές και αργότερα ως αξεσουάρ που συμβόλιζαν την πολυτέλεια που οι ίδιοι απολάμβαναν. Τη Βικτωριανή περίοδο οι γυναίκες που δεν ανήκαν στην εργατική τάξη, τα φορούσαν ως ένδειξη της αποχής από τις δουλειές και του κοινωνικού στάτους που απολάμβαναν. Πολλές φορές μάλιστα κοιμόντουσαν φορώντας γάντια που παραγέμιζαν με καλλυντικές συνταγές. Την εποχή των ιπποτών δίνονταν ως δώρα για να σηματοδοτήσουν τη μεταβίβαση γης ή να δηλώσουν εύνοια, ενώ πετάγονταν κάτω ως σήμα πρόκλησης σε μονομαχία. Τον 16ο αιώνα οι ιερείς τα φορούσαν για να επιδείξουν αγνότητα και σχεδόν κάθε μέλος της υψηλής κοινωνίας τα θεωρούσε απαραίτητο αξεσουάρ που φορούσε ή κρατούσε για να προστατεύει τα χέρια του και να δηλώνει την κοινωνική του θέση.  Στα δικαστήρια τα φορούσαν αφού προηγουμένως τα είχαν αρωματίσει, ως ένδειξη προστασίας από το μίασμα των κατηγορουμένων, με τα λεγόμενα «γλυκά γάντια» να γίνονται αργότερα μόδα που υιοθέτησαν πολλοί ευγενείς.Κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα η κοινωνική άνθιση σε Ευρώπη και Αμερική οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης γαντιών που φοριούνταν σε κάθε περίσταση, είτε αυτή ήταν η ιππασία είτε μια κοινωνική εκδήλωση. Το να φορά κάποιος γάντια υποδήλωνε ότι ανήκε στη μεσαία ή ανώτερη τάξη, γιατί είχε τη δυνατότητα να προστατεύει τα χέρια του από τον ήλιο και να μη χρειάζεται να δουλεύει. Ενώ το 19ο αιώνα, όποιος μπορούσε να φοράει γάντια, τα άλλαζε συχνά ανάλογα με την περίσταση, τα έβγαζε για να χαιρετίσει όταν ήθελε να δηλώσει εμπιστοσύνη μεταξύ των ανδρών, ενώ στην περίπτωση των γυναικών μόνο για τα καθίσει στο τραπέζι. Ακόμη και τα χρώματα που επέλεγαν είχαν έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Κίτρινα για το κυνήγι, λευκά για τις κοινωνικές συναθροίσεις. Και πάντα τα φορούσαν μόλις έβγαιναν από το σπίτι.Ένα ζευγάρι γάντια υπήρξε ένα εξαιρετικά ερωτικό αξεσουάρ μεταξύ εραστών το 16ο μέχρι και το 18ο αιώνα, με τους αγαπημένους να φτάνουν ακόμη και να δωρίζουν το ένα από τα δύο στον εκλεκτό της καρδιάς τους, ως σύμβολο μιας πλατωνικής επαφής με το δέρμα του άλλου. Ακόμη και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, τα γάντια στη δερμάτινη μορφή τους, αποτελούσαν το απαραίτητο αξεσουάρ για ένα δυνατό κράτημα του τιμονιού του αυτοκινήτου, των γκεμιών και της άμαξας.Η βασιλεία τους στην γκαρνταρόμπα ανδρών και γυναικών έληξε περί τα τέλη της δεκαετίας του 60, όταν περιορίστηκαν μόνο στους χειμερινούς μήνες και την κηπουρική, ενώ η λήθη στην οποία υπέπεσαν ακολούθησε την κατάργηση του καπέλου και των κοινωνικών κατεστημένων που η νέοι της εποχής αμφισβήτησαν.Όσο για την πλαστική τους κατηγορία, η εφεύρεσή τους οφείλεται σε μια ιστορία αγάπης μεταξύ του αριστοκράτη χειρουργού W. Stewart Halsted  και της νοσοκόμας Hampton που έκανε την καρδιά του να κτυπήσει πιο δυνατά. Ο Halsted έγινε εφευρέτης για χατήρι της αγαπημένης του, σε μια παρόρμηση να την προστατέψει από τις δερματίτιδες και τα πρώτα πλαστικά γάντια έκαναν την εμφάνισή τους.  Τα χρόνια της πανδημίας, έκαναν μια δυναμική επιστροφή αντάμα με τις μάσκες και τα αντισηπτικά, δηλώνοντας το παρόν για άλλη μια φορά στην προστασία της ανθρωπότητας. Μένει να δούμε εάν θα επανέλθουν και ως αξεσουάρ μόδας ή απλά θα παραμείνουν ερμητικά φυλακισμένα στο σεντούκι της ιστορίας, ως σύμβολα της ευγένειας και της φινέτσας μιας αλλοτινής εποχής.