Νιώθεις ότι σε αγαπούν ή ξέρεις ότι σε αγαπούν;

Νιώθεις ότι σε αγαπούν ή ξέρεις ότι σε αγαπούν; Υπάρχει άραγε διαφορά; Είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε αν μας αγάπησαν; Το νιώσαμε μέχρι τα βάθη της καρδιάς μας;

Η άκρη του νήματος ξεκινά από την παιδική μας ηλικία. Εκεί που ξέρεις ότι σε αγαπούν οι γονείς σου γιατί σε φροντίζουν, σου κάνουν δώρα, σου παρέχουν ένα ασφαλές περιβάλλον, μεριμνούν για να έχεις καλή μόρφωση, ποιοτική διατροφή, τη σιγουριά της προστασίας τους. Το να νιώθεις αγάπη όμως σημαίνει τρυφερό άγγιγμα και ζεστές αγκαλιές, λόγια επιβεβαίωσης και εμψύχωσης που τόσο έχεις ανάγκη, προσφορά ποιοτικού χρόνου και συμπαράστασης όταν η ψυχική αντοχή σου δοκιμάζεται. 

Σε αγαπούν γιατί είσαι παιδί τους ή για αυτό που είσαι με τις ιδιαιτερότητες, τις ατέλειες και τα ελαττώματα σου; Ποια είναι η αγάπη που πλάθει παιδιά με μεγάλη αυτοεκτίμηση και μετέπειτα ενήλικες με ισχυρό συναίσθημα ταυτότητας και μοναδικότητας; Σε κάθε περίπτωση, ξεκάθαρες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις δύο κατηγορίες έκφρασης της αγάπης δεν υπάρχουν. Οι περισσότεροι αναπολώντας το παρελθόν στην πλειονότητά μας, νιώθουμε ότι εισπράξαμε και τα δύο. Το ερώτημα όμως παραμένει, αν δηλαδή αισθανθήκαμε αρκετή αγάπη και αποδοχή για αυτό που πραγματικά είμαστε. Μια καταφατική απάντηση στο παραπάνω ερώτημα υποδηλώνει και μια εξαιρετική βάση εκκίνησης για τη μετέπειτα ζωή μας. Και αυτό το γνωρίζουμε από πρώτο χέρι μέσα από τις προτιμήσεις, τις δυνατότητες, τις αδυναμίες και τα προσόντα μας, την εξέλιξη μας, τον τρόπο που αναγνωρίζουμε την αγάπη που μας προσφέρεται, τον τρόπο που εκφράζουμε εμείς την αγάπη μας. Όλα αυτά που πήραμε ή δεν πήραμε στον χαμένο παράδεισο της παιδικής μας ηλικίας. Γιατί χωρίς γνήσια και ουσιαστική αγάπη στην παιδική ηλικία είναι πιθανό στην ενήλικη ζωή μας να βρεθούμε σε μια διαρκή πάλη με τις αμφιβολίες μας, τις ανασφάλειες,την αυτοπεποίθησή μας, την αυτοκατηγόρια μας και να δέσουμε τη ζωή μας με άτομα που, που ίσως όπως και οι γονείς μας, δεν αγαπούν αυτό που πραγματικά είμαστε αλλά αυτό που θέλουν εκείνοι να είμαστε. 

«Και πώς μπορεί να αντιστρέψω το παρελθόν μου;», θα αναρωτηθεί κάποιος. Ίσως το σημαντικότερο είναι να αποδεχτούμε ότι τελικά οι γονείς μας αυτό μόνο το είδος της αγάπης μπορούσαν να μας παρέχουν και πως και εκείνοι είχαν να αντιμετωπίζουν τους δικούς τους «δαίμονες» και τη δική τους πάλη με τον εαυτό τους. Να αναζητήσουμε τρόπους για να προσφέρουμε αλλά και να κατακτήσουμε την αγάπη που τελικά επιθυμούμε. Να γνωρίσουμε τον πραγματικό μας εαυτό, να του αυτοσυστηθούμε και να του δώσουμε την προσοχή που του αξίζει. Να παρατηρήσουμε τα ενδιαφέροντά μας, να εντοπίσουμε τα πράγματα που μας παθιάζουν, τα θέλω και τα όριά μας, τα δυνατά μας σημεία και τις αδυναμίες μας. Να πάρουμε αποστάσεις από τις καταστάσεις που μας συμπιέζουν και να αναρωτηθούμε τι νιώθουμε και γιατί. Να αποδεχτούμε το συναίσθημα μας και να το εκφράσουμε, να το διαχειριστούμε όπως εμείς το νιώθουμε και όχι όπως οι κοινωνικοί κανόνες και οι ιδεατές αντιλήψεις προστάζουν. 

Γιατί η ζωή είναι μικρή για να πληγώνουμε την ψυχή μας και να καταθέτουμε συναισθήματα χωρίς ανταπόδοση στο κυνήγι μιας αγάπης που δεν είχαμε…