Παλαιότερα, στα παραδοσιακά οικογενειακά τραπέζια, μετά το κυρίως γεύμα οι νοικοκυρές σερβίριζαν τους αγαπημένους ή τους καλεσμένους τους πιατέλες γεμάτες από λαχταριστά φρούτα εποχής. Έτσι θεωρούσαν πως ολοκληρώνεται το γεύμα και πως έδιναν ένα γλυκό τέλος στο φαγητό χωρίς προσθήκη ζάχαρης και σίγουρα με περισσότερες βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Με τα χρόνια όμως επικράτησαν και διάφορες άλλες θεωρίες που ήθελαν τα φρούτα να καταναλώνονται κάποιες ώρες πριν το φαγητό ή σε χρονική απόσταση αρκετών ωρών μετά από αυτό. Οι θεωρίες αυτές υποστηρίζουν πως τα φρούτα, ως τροφή πλούσια σε φυσικά σάκχαρα, όταν ακολουθούν τροφές που είναι κυρίως υδατάνθρακες, ανεβάζουν γρήγορα τα επίπεδα γλυκόζης. Εάν όμως ακολουθούν ένα πρωτεϊνικό γεύμα, ή τροφές με αλεύρι ολικής άλεσης, τότε η κατανάλωσή τους ενδείκνυται αμέσως μετά από αυτό, καθώς η αύξηση της γλυκόζης θα είναι πιο αργή και θα μας παρέχει ενέργεια για περισσότερη ώρα. Σε περίπτωση δε, που λαχταρίσουμε ένα φρούτο αρκετή ώρα πριν ή μετά από ένα γεύμα, τότε χρειάζεται προσοχή, καθώς τα αυξημένα επίπεδα γλυκόζης μπορεί να μετατραπούν σε σπλαχνικό λίπος. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνιστάται να καταναλώνουμε τα φρούτα με τη φλούδα τους ώστε να προσλαμβάνουμε περισσότερες φυτικές ίνες που θα επιβραδύνουν την απότομη αύξηση της γλυκόζης στο αίμα. Σίγουρα δε, θα πρέπει να αποφεύγουμε τους χυμούς σε αυτό το διάστημα, ακόμη και αν είναι φυσικοί, καθώς θα έχουν παρόμοιο, με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αποτέλεσμα.
Υπάρχει τελικά κάποιος κανόνας που θα μπορούσε να ακολουθήσει κάποιος όσον αφορά στην καταλληλότερη ώρα που μπορούν να καταναλωθούν τα φρούτα; Η απάντηση ποικίλει ανάλογα με την περίπτωση. Εάν θέλετε να χάσετε βάρος, τότε οι φυτικές ίνες των φρούτων θα σας βοηθήσουν να νιώθετε για περισσότερη ώρα χορτάτοι, γεγονός που οδηγεί σε μικρότερη κατανάλωση θερμίδων στη διάρκεια της ημέρας και συνεπώς σε απώλεια βάρους. Σε δε περίπτωση διαβήτη τύπου 2, η κατανάλωσή τους μαζί με ένα γεύμα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτείνες και λίπος, υποχρεώνει τα σάκχαρα να εισέλθουν με μειωμένους ρυθμούς στο αίμα, ενώ αντίθετα σε περιπτώσεις διαβήτη κύησης, η κατανάλωση φρούτων μαζί με το γεύμα είναι πιθανότατα καλύτερη επιλογή από την κατανάλωση τους με άδειο στομάχι, γιατί απελευθερώνει την τροφή προς το λεπτό έντερο με πιο αργούς ρυθμούς, κάτι που οδηγεί σε χαμηλότερη αύξηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Οι διατροφολόγοι εξακολουθούν να ερίζουν γύρω από το ζήτημα της καταλληλότερης ώρας για το φρούτο, με πολλούς από αυτούς να υποστηρίζουν πως χρειάζεται να υπάρχει απόσταση 2-3 ωρών προτού καταναλώσουμε φρούτα, αφού το ήδη φορτωμένο πεπτικό μας σύστημα θα εμποδίσει την απορρόφηση των ενζύμων και των βιταμινών τους, επειδή θα έχει επικεντρωθεί στην πέψη του κυρίως γεύματος και άλλους να εξηγούν πως τα φυσικά σάκχαρα που περιέχουν τα φρούτα, βοηθούν στη σταθεροποίηση της γλυκόζης στο αίμα, καθώς χωνεύουμε πιο αργά το λίπος, τις πρωτεϊνες και τις φυτικές ίνες μετά το γεύμα. Ποια είναι άραγε η καλύτερη απόφαση; Η απάντηση εξακολουθεί να μην είναι απόλυτη, αλλά ένας χρυσός κανόνας θα ήταν να εξετάζουμε κάθε φορά τι πρόκειται να περιλαμβάνει το κυρίως γεύμα μας και με τι συνδυάζουμε τα φρούτα, ώστε να απολαμβάνουμε χωρίς τύψεις το πιο υγιεινό γλυκό που η φύση προσφέρει απλόχερα στο πιάτο μας.