Πολιτισμός και φιλοσοφία στον τρόπο που τρώμε

Chopsticks. Φυσικό είναι να δημιουργηθεί η εύλογη απορία πώς μπορεί κάποιος να τα χρησιμοποιήσει τρώγοντας με άνεση το φαγητό του.Τα chopsticks χρησιμοποιούνται σήμερα ευρέως στην κινεζική, ιαπωνική και βιετναμέζικη κουζίνα κι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της διατροφικής παράδοσης των κατοίκων της νοτιοανατολικής Ασίας. Βέβαια, κάθε λαός στον κόσμο έχει διαμορφώσει  τα δικά του ιδιαίτερα έθιμα γύρω απ’ τον τρόπο του φαγητού, παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους χιλιάδες χρόνια πίσω. Αυτή εξάλλου είναι και η μαγεία της ποικιλομορφίας και της διαφορετικότητας.

Τα chopsticks ξεκίνησαν να κατασκευάζονται πριν 5.000 χρόνια στην Κίνα. Οι πρώτες εκδοχές τους ήταν μεταλλικά μακρόστενα αντικείμενα από μπρούντζο ή φτιαγμένα από κλαδιά που χρησιμοποιούνταν για το μαγείρεμα και το ανακάτεμα του φαγητού στις κατσαρόλες. Η χρήση τους ως επιτραπέζια σκεύη έγινε γύρω στο 400 με 500 μ.Χ. Ένας παράγοντας που συνέβαλε σε αυτήν την αλλαγή ήταν η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η αύξηση του πληθυσμού σε όλη τη χώρα, με συνέπεια να ανακαλυφθούν νέοι, οικονομικότεροι τρόποι μαγειρέματος και διατροφής. Οι κάτοικοι έκοβαν τις τροφές τους σε μικρά κομμάτια, ώστε να μαγειρεύονται γρηγορότερα και τα κλασικά μαχαίρια έχασαν πλέον την σημασία τους, καθώς δεν υπήρχε πια κάτι για να κόψουν. Την ίδια στιγμή, λοιπόν, γεννήθηκε η ιδέα για την χρήση των chopsticks, τα οποία παράγονταν από φθηνότερα υλικά. Σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση των chopsticks έπαιξαν και οι διδασκαλίες του Κομφούκιου, ο οποίος ήταν χορτοφάγος. Πίστευε ότι τα μαχαίρια και τα πιρούνια δεν ήταν κατάλληλα για το φαγητό, καθώς η μορφή τους παραπέμπει στην βία. Γι’ αυτό και τα κινέζικα chopsticks είναι παραδοσιακά χωρίς μύτη στην άκρη τους.Στην Ασία η διατροφή των κατοίκων περιλαμβάνει κυρίως το ρύζι εκείνο που αποτελείται από μικρούς και αρκετά κολλώδεις κόκκους, κάτι που ευνοεί την χρήση  των chopsticks. Αντίθετα, στην Δύση είναι πιο δημοφιλείς οι μακρύκοκκες ποικιλίες ρυζιού, συχνά χωρίς επεξεργασία, που παραμένει σπυρωτό και δεν κολλάει στα chopsticks. Τα κινέζικα ξυλάκια κατασκευάζονται παραδοσιακά από ξύλο ή μπαμπού, χωρίς φινίρισμα. Αντίθετα, τα ιαπωνικά chopsticks έχουν πάντα φινίρισμα. Η εθιμοτυπία είναι επίσης ένας πολύ σημαντικός παράγοντας στην ασιατική κουλτούρα και παρότι διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα παρουσιάζει κάποιους κοινούς κανόνες.  Στην παραδοσιακή κινεζική κουλτούρα, για παράδειγμα, θεωρείται άσχημη συμπεριφορά να καρφώνουμε το φαγητό με τα ξυλάκια μας. Ακόμα, όταν χτυπάμε τα ξυλάκια μας στην άκρη του μπολ είναι ένα σημάδι για να προσελκύσουμε την προσοχή, κάτι αντίστοιχο με το χτύπημα του μαχαιροπίρουνου στο πιάτο που ισχύει στις δυτικές κοινωνίες.Τέλος, κάποια πράγματα που φανερώνουν αγένεια και θυμίζουν αντίστοιχους δυτικούς τρόπους συμπεριφοράς προς αποφυγή είναι να δαγκώνουμε τα ξυλάκια μας ή να τα αφήνουμε στο στόμα μας για πάρα πολλή ώρα ή να παίρνουμε φαγητό απευθείας από την πιατέλα που βρίσκεται στο τραπέζι, αντί να το βάζουμε πρώτα στο δικό μας πιάτο. Ενδιαφέρον έχει ότι σήμερα πολλοί διαιτολόγοι συστήνουν σε όσους επιθυμούν να χάσουν κιλά να τρώνε με ξυλάκια, δεδομένου ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος για να φτάσει το φαγητό από το πιάτο στο στόμα, σε σχέση με το πιρούνι, επιτρέποντας να γίνει πιο αργά το αίσθημα της πέψης. Ως αποτέλεσμα, ο άνθρωπος οργανισμός έχει περισσότερο χρόνο να “εγγράψει” το αίσθημα της πληρότητας. 

Εκτός από τα παραδοσιακά ξυλάκια, ένας αρκετά διαδεδομένος τρόπος φαγητού είναι η χρήση των χεριών μας, χωρίς δηλαδή βοηθητικά σκεύη. Στην Ινδία, καθώς και σε άλλα μέρη του κόσμου ακόμη και σήμερα, το φαγητό με τα χέρια είναι μέρος του πολιτισμού. Μπορεί ο άνθρωπος που χρησιμοποιεί μονάχα τα χέρια του να μας φαίνεται λίγο βάρβαρος και  απολίτιστος. Ωστόσο, στις βεδικές φιλοσοφικές διδασκαλίες διακηρύσσεται ότι όταν τα σώματά μας είναι σε συγχρονισμό με τα στοιχεία της φύσης τότε τα χέρια μας κρατούν μια ορισμένη δύναμη. Όταν τρώμε με τα χέρια μας, υποτίθεται ότι το κάνουμε ενώνοντας όλα τα δάχτυλα μεταξύ τους και αυτό πιστεύεται ότι βελτιώνει τη συνείδησή μας για τη γεύση του φαγητού που τρώμε. Όχι μόνο θρέφουμε το σώμα μας, αλλά και το μυαλό και το πνεύμα μας. Όταν αγγίζουμε, λοιπόν, το φαγητό με τα χέρια μας, δημιουργείται μια φυσική και πνευματική σύνδεση με αυτό, ζούμε περισσότερο την στιγμή και δίνουμε μεγαλύτερη προσοχή στο ποια είναι η σωστή θερμοκρασία του και πόσο μπορούμε να φάμε.

Τα  γνωστά σε όλους μας πιρούνια έχουν επίσης μεγάλη ιστορία, καθώς αρχαιολογικά ευρήματα έχουν βρεθεί στην Αρχαία Αίγυπτο, την Κίνα και την Ελλάδα. Εκείνη την εποχή, τα πιρούνια λαξεύονταν από ξύλο ή οστά ζώων και φτιάχνονταν κυρίως σε μεγάλο μέγεθος ώστε να είναι χρήσιμα ως επαγγελματικά μαγειρικά εργαλεία. Η σύγχρονη λέξη «fork» για το πιρούνι προέρχεται από τη λατινική «furca» που σημαίνει διχάλα, δίκρανο, όπως ήταν δηλαδή και η αρχική του μορφή. Αρχικά, η χρήση του εξυπηρετούσε όσους ήθελαν να τσιμπήσουν ένα τμήμα τροφής απ’ το πιάτο ή να αποσπάσουν ένα κομμάτι ψητό κρέας. Με την άφιξη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της βιομηχανίας της μεταλλουργίας, τα πιρούνια έγιναν χάλκινα και ασημένια. Η χρήση τους ως εργαλείο για την προετοιμασία και το σερβίρισμα της τροφής συνεχίστηκε στα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τα μέλη της αριστοκρατίας. Ενώ η Ανατολική Ευρώπη και η Μέση Ανατολή απολάμβαναν την άνεση και τη χρηστικότητα των πιρουνιών στον Μεσαίωνα, η υπόλοιπη Κεντρική και Δυτική Ευρώπη εξακολουθούσε να χρησιμοποιεί τα χέρια ως πρωταρχικό μέσο κατανάλωσης της τροφής, εκτός από τους ευγενείς που σιγά-σιγά διέδωσαν την φήμη του και στις λαϊκές τάξεις. Εν τέλει, η πλειοψηφία του ευρωπαϊκού πληθυσμού αγκάλιασε τη χρήση του πιρουνιού αρκετά αργότερα, τον 18ο αιώνα.

Σήμερα, τα είδη σερβιρίσματος έχουν φυσικά πολλαπλασιαστεί και έχουν κάνει την εμφάνισή τους πληθώρα νέων εργαλείων, διαφορετικών μεγεθών και σχημάτων. Προϊόν της πολιτιστικής μας εξέλιξης και της ιδιαίτερης παράδοσης του κάθε τόπου, παραμένουν αδιάψευστος δείκτης της μαγειρικής μας κουλτούρας και της σημασίας που αποδίδουμε στην απόλαυση του φαγητού!