Παραμύθια. Ζήσανε καλά και εμείς καλύτερα;

Το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας – άραγε έζησαν όλοι καλά και εμείς καλύτερα;

Το θυμάμαι σε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Βίαιο και δραματικό στο τέλος, όπως πρωτογράφεται από τον Σαρλ Περώ το 17ο αιώνα, όπου η Κοκκινοσκουφίτσα μαζί με τη γιαγιά της γίνονται ένα χορταστικό δείπνο για τον Κακό Λύκο. Πιο ήπιο στην εκδοχή των αδελφών Γκριμ, που έφτιαξαν τη δική τους εκδοχή, όπου το κοριτσάκι μαζί με τη γιαγιά του σώζονται από τον Καλό Κυνηγό που σκίζει την κοιλιά του Λύκου και δίνει αίσιο τέλος στο παραμύθι. Για να φτάσουμε σε πιο σύγχρονες ιστορίες με τη διάσημη Κοκκινοσκουφίτσα, να σώζεται χάρη την εξυπνάδα της και την γιαγιά της να κρύβεται σε ένα μπαούλο, σημάδι των καιρών που ήθελαν τις γυναίκες όχι και τόσο αθώες και άβουλες, παρά γενναίες και δυναμικές.

Γιατί όμως επιμένουμε εδώ και 3 αιώνες να δίνουμε αίσιο τέλος στο δημοφιλές αυτό παραμύθι αλλά και στα περισσότερα του είδους του; Γιατί δεν αντέχουμε το δάκρυ και την απογοήτευση που θα τρεμοπαίξει στα παιδικά ματάκια; Ή μήπως γιατί και οι ίδιοι νιώθουμε έντονη την ανάγκη μέσα στα τόσα κακά στοιχεία της κάθε ιστορίας, να ανακαλύπτουμε τον ήρωα και το αισιόδοξο τέλος, που φέρνουν το χαμόγελο και την ελπίδα στην καρδιά; Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι πως το άσχημο τέλος ενός παραμυθιού θα γέμιζε θλίψη και απογοήτευση τα παιδιά, που συνηθίζουν να ταυτίζονται με τους ήρωές τους. Γι’αυτό και οι δημιουργοί τους προσπαθούν να διδάξουν μέσα από αυτά στην παιδική ψυχή να αντιμετωπίζει με δημιουργικό και δυναμικό τρόπο τα προβλήματα, να δείχνει επιμονή και υπομονή και στο τέλος, το καλό θα επικρατήσει πάντα. Από την άλλη πλευρά όμως, ο αντίλογος υποστηρίζει πως μαθαίνουμε στα μικρά πως ο λύκος είναι πάντα κακός, πεινασμένος και μοχθηρός και ο απόλυτα ένοχος επειδή απλά «πεινούσε». Ένα λανθασμένο μήνυμα για τα ζώα, τις βασικές τους ανάγκες, αλλά και την ευσπλαχνία που θα πρέπει να δείχνει ή να μη δείχνει στην προκειμένη περίπτωση ο άνθρωπος. Επιπλέον, τους μαθαίνουμε πως το τέλος θα είναι πάντα αίσιο, πως ο πρωταγωνιστής θα θριαμβεύσει και πως το καλό νικάει πάντα το κακό.

Στην πραγματική ζωή όμως είναι έτσι τα πράγματα; Μήπως δηλαδή γαλουχούμε τα μικρά με παραμύθια για την αληθινή ζωή, αποκρύπτοντάς τους τους κινδύνους και τους κάθε λογής «κακούς λύκους» που παραμονεύουν για να αρπάξουν την άδολη ψυχή τους; Μήπως θα έπρεπε να ξαναγράφουμε την ιστορία με αγάπη για τα ζώα, αλλά και αξιοπρέπεια για τους πρωταγωνιστές που στο παραμύθι παρουσιάζονται χαζούληδες, αγαθιάρηδες και ανύποπτοι των κινδύνων που καραδοκούν σε ένα «δάσος» που λέγεται ζωή; Είναι ένα δίλημμα που σίγουρα έχει απασχολήσει και απασχολεί τους κατά καιρούς παραμυθάδες, μα και τους σύγχρονους γονείς, που από τη μία θέλουν να διδάξουν στα μικρά τους την αγάπη για όλα τα όντα του πλανήτη και από την άλλη να τα προφυλάξουν από κάθε κακό που θα συναντήσουν στο διάβα τους.

Ίσως είναι καιρός να ξαναδούμε την Κοκκινοσκουφίτσα σε την πιο σύγχρονη εκδοχή του νεαρού κοριτσιού, που τρέχει να βοηθήσει την άρρωστη γιαγιά του, μα δεν παρακούει τις νουθεσίες της μαμάς για το «δάσος» και τους κινδύνους του, δεν προσπερνάει αβίαστα τις πονηρές ερωτήσεις του «κακού» της ιστορίας και σίγουρα δεν ανοίγει την πόρτα και την καρδιά της στον άγνωστο που τη χτυπά. Και όλα αυτά με την ελπίδα να στεφθεί νικήτρια ενός άνισου αγώνα όπου από τη μία πλευρά μάχονται ένα νεαρό κορίτσι με την ανήμπορη γιαγιά του και από την άλλη ένας δυνατός, πονηρός και κακός συμπρωταγωνιστής που εποφθαλμιά τα φώτα της σκηνής και κοιτάζει μόνο το συμφέρον του και τις επιθυμίες του. Ναι, να θριαμβεύει το καλό, όταν το μυαλό κερδίζει την πονηριά, όταν η πείνα ενός ζώου αντιμετωπίζεται με κατανόηση και ευσπλαχνία, όταν το μάθημα είναι ότι οι καταστάσεις κινδύνου δεν αντιμετωπίζονται με αφέλεια και επιπολαιότητα. 

Credits to: Rica Christidi