Η πανδημία μέσα από τα μάτια μιας ηλικιωμένης

Η πανδημία και ο αυτοαποκλεισμός

Ανακατεύω με αργές κινήσεις τον καφέ και σκέφτομαι. Σκέψεις μελαγχολικές, γεμάτες μοναξιά και αγωνία. Αγωνία για τα παιδιά μου, αγωνία για τα εγγόνια μου και βαθιά μέσα μου νιώθω το χέρι του φόβου να μου σφίγγει την καρδιά. 

Έζησα τον πόλεμο, την ανέχεια, είδα τη χώρα μου να βυθίζεται και να ανασταίνεται τόσες φορές και τώρα αυτό….φόβος για μια πανδημία που απειλεί τη ζωή όλης της ανθρωπότητας, της οικογένειας μου, της δική μου.

Ακουμπάω το μέτωπο μου στο τζάμι για να νιώσω τη δροσιά του, για να σιγάσω τις σκέψεις που με βασανίζουν. 

Οι δρόμοι άδειοι και αραιά και που ένα αυτοκίνητο κάνει την εμφάνισή του. Όπως τότε, που ήμουν μικρό κοριτσάκι και άκουγα τους μεγάλους να συζητούν ψιθυριστά για τον πόλεμο, την πείνα, την έλλειψη ελευθερίας, το φόβο του θανάτου. Και όταν ρωτούσα γιατί δεν μπορώ να βγω έξω να παίξω, ο πατέρας μου με κάθιζε στην αγκαλιά του και χάϊδευε καθησυχαστικά τα μαλλιά μου λέγοντας μου ατελείωτες ιστορίες για τα χρόνια της ξεγνοιασιάς που θα έρθουν και για την όμορφη ελεύθερη ζωή που θα ζήσω. 

Απλώνω με τρεμάμενα χέρια να πιάσω το φλυτζάνι με το ζεστό τσάι και να πάρω δύναμη για να ακούσω τις ειδήσεις. Δημοσιογράφοι, γιατροί, ειδικοί που μιλούν για την εξάπλωση του ιού, για την απώλεια χιλιάδων ανθρώπων. 

Κάνω να σηκώσω το τηλέφωνο να μιλήσω με τα παιδιά μου αλλά το αφήνω ξανά στη θέση του. Άσε να μην τα ενοχλήσω σκέφτομαι. Έχουν δουλειές. Ας περιμένω το απόγευμα για να τα ακούσω. 

Τα παιδιά μου…Δύο μεσήλικες πλέον, με ένα πολυάσχολο πρόγραμμα, που τις περισσότερες φορές δεν τα αφήνει να με σκεφτούν. Μα ξέρω πως με αγαπούν και δικαιολογώ κάθε φορά τη βιασύνη τους όταν ρωτώ τα νέα τους. Η άλλη παρηγοριά μου είναι τα εγγόνια μου. Μα και αυτά έχουν χαθεί σε ένα πλήθος μαθημάτων και δραστηριοτήτων όπως έχουν χαθεί και εκείνες οι ευλογημένες Κυριακές που τα έβλεπα.

«Μένουμε Σπίτι» ακούω τον εκφωνητή να λέει και νιώθω  ένα ακόμη τσίμπημα στην καρδιά. Άραγε πότε θα τους ξαναδώ; Πότε θα τους αγκαλιάσω; Και αν στο μεταξύ μου συμβεί κάτι και αρρωστήσω; Ποιος θα μου κρατήσει το χέρι, ποιος θα μου ψιθυρίσει λόγια παρηγοριάς, ποιος θα μου δώσει θάρρος ότι και αυτό θα περάσει;

Με μπερδεύουν και αυτά τα μέτρα περιορισμού, δεν καταλαβαίνω τι πρέπει να κάνω για να βγω για ψώνια. Με φοβίζει η απουσία των παιδιών μου και αύριο είναι Πάσχα.  Θα κάτσω στο τραπέζι μόνη μου. 

Ούτε στην εκκλησία δεν μπορώ να πάω. Η μοναδική μου παρηγοριά ήταν να σηκωθώ νωρίς για να συναντήσω τις φίλες μου στην εκκλησία. Να ψάλλουμε τους ύμνους της Μεγάλης Εβδομάδας να ανταλλάξω μαζί τους το ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ. 

Τώρα, τίποτα. Ένα απέραντο τίποτα. Μια ατέρμονη αναμονή. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος.

 Με μια αποφασιστική κίνηση σηκώνω το ακουστικό. Θα πάρω τα παιδιά, έστω να τα ακούσω, να νιώσω πως είναι καλά. Είμαι δυνατή, τίποτε και κανένας δεν μπορεί να με εμποδίσει να είμαι εκεί για αυτά. Δεν θα αφήσω το φόβο για αυτόν τον ιό να μου χαλάσει τα στερνά μου, να με κάνει να νιώσω αδύναμη, να μου στερήσει την αγάπη των παιδιών μου.

«Καλημέρα μαμά» ακούω την γελαστή φωνή της κόρης μου και η καρδιά μου έρχεται στη θέση της. Στο βάθος ακούω τον εκφωνητή στην τηλεόραση να λέει ότι «Μια γιαγιά 107 ετών βγήκε νικήτρια από τη μάχη με τον κορωνοϊό».

Χαμογελώ με αισιοδοξία. Όλα θα πάνε καλά ..