Γιατί κυλάει ο χρόνος γρήγορα όταν είμαστε ευτυχισμένοι;

Ένα ρολόι εξαιρετικής ακρίβειας μπορεί να «χάσει» ένα δευτερόλεπτο κάθε 300 εκατομμύρια χρόνια. Ο εγκέφαλος μας όμως, το θαυμαστό αυτό ανθρώπινο κέντρο πληροφοριών, λειτουργιών και ελέγχου, αποφασίζει μόνο του το χρόνο που ορίζουν τα ρυθμικά δευτερόλεπτα. Με άλλα λόγια γιατί ο χρόνος «πετάει» όταν διασκεδάζουμε και είμαστε ευτυχισμένοι και κυλάει αργά και βασανιστικά στις δύσκολες ώρες της ζωής μας; Το μυαλό μας μοιάζει να αντιλαμβάνεται το χρόνο σύμφωνα με τις …προσδοκίες του. Κάθε σκέψη που κάνουμε έχει έναν «ορίζοντα» και ο χρόνος κινείται ανάλογα με το τι αναμένουμε από αυτόν τον ορίζοντα. Όταν είμαστε μαγνητισμένοι σε κάτι που επιθυμούμε και απολαμβάνουμε πολύ τότε ο εγκέφαλος μας αναμένοντας την ανταμοιβή της «μεγάλης εικόνας» που επιθυμεί, συγχρονίζει τους κοντινούς και τους μακρινούς ορίζοντες, κάνοντας το χρόνο να «πετάει». Όταν όμως νιώθουμε ανία, ή λύπη, τότε ο χρόνος λαμβάνει τον ορίζοντα του σύντομου τέλους που αναζητάμε και όχι μιας διάρκειας που ο εγκέφαλος μας επιθυμεί να βιώσει. Έτσι οι δείκτες του ρολογιού κάθε φορά που τους κοιτάμε μοιάζουν …ακίνητοι.

Στον εγκέφαλο μας δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο κέντρο που ασχολείται με το πέρασμα του χρόνου. Στην πραγματικότητα κάθε εγκεφαλικό κύτταρο μπορεί να γεννήσει μια σκέψη, μια συνείδηση, ένα συναίσθημα που θα εμπλακεί στην αίσθηση του χρόνου. Ένας άλλος μηχανισμός που εμπλέκεται με την σχετικότητα του χρόνου είναι η χημεία του εγκεφάλου και συγκεκριμένα η έκλυση νευροδιαβιβαστών από τους νευρώνες, συγκεκριμένα της ντοπαμίνης. Η ντοπαμίνη είναι ο νευροδιαβιβαστής της χαράς και της ψυχικής ανταμοιβής και διαδραματίζει σοβαρό ρόλο στην αντίληψη του χρόνου. Όταν είμαστε ευτυχισμένοι, τα εγκεφαλικά μας κύτταρα ενεργοποιούνται και απελευθερώνουν ντοπαμίνη με αποτέλεσμα να αλλάζει η αντίληψη του χρόνου που περνάει. Αντίθετα όταν δεν νιώθουμε χαρά, δεν διασκεδάζουμε ή έχουμε αγωνία για κάτι τότε ο χρόνος μοιάζει να μην περνάει και αιωρείται σε μια κατάσταση αναμονής όπως και η ντοπαμίνη που αρνείται να πλημμυρίσει τον εγκέφαλο μας. Το μυαλό μας, είναι σίγουρο, ότι δεν μπορεί να υπολογίσει μεθοδικά και με ακρίβεια το χρόνο και αυτό ίσως να είναι ένα εξελικτικό χαρακτηριστικό στην ανθρώπινη ιστορία. Στην πραγματικότητα η ζωή μας είναι μια σειρά αποφάσεων του «να μείνω;» ή «να φύγω;» και ποια θα είναι η «ανταμοιβή» μου αν μείνω; Όταν κοιτάμε πίσω στο χρόνο, η διάρκεια ενός γεγονότος σχετίζεται με τον τρόπο που το συγκράτησε ο εγκέφαλος στη μνήμη του. Το δίκτυο των νευρώνων που κωδικοποιούν μια νέα εμπειρία της ζωής μας είναι πυκνότερο από το δίκτυο που αποθηκεύει τη μνήμη ενός επαναλαμβανόμενου γεγονότος. Έτσι, όταν ανακαλούμε κάτι από το παρελθόν, έχουμε την εντύπωση ότι η χρονική του διάρκεια ήταν μεγαλύτερη γιατί έτσι αποτυπώθηκε στο μυαλό μας. Για τον ίδιο λόγο νιώθουμε ότι όσο μεγαλώνουμε ο χρόνος μοιάζει να κυλάει απίστευτα πιο γρήγορα. Όταν ήμασταν παιδιά όλα όσα ζούσαμε ήταν πρωτόγνωρα και ο εγκέφαλος μας δημιουργούσε πυκνά δίκτυα αποθήκευσης στη μνήμη μας. Σαν ενήλικες όμως, αναβιώνουμε εμπειρίες και καταστάσεις που έχουμε ξαναζήσει και συνεπώς ο εγκέφαλος δεν αποθηκεύει έντονα το γεγονός. Και κάπως έτσι κοιτάμε προς το παρελθόν, αναπολούμε τις όμορφες στιγμές μας, και αναρωτιόμαστε πως πέρασαν τόσο γρήγορα τα χρόνια της ζωής μας…

Αντί λοιπόν να αναφωνούμε μοιρολατρικά το «που ναι τα χρόνια, ωραία χρόνια..» είναι στο χέρι μας να δώσουμε στο χρόνο που περνάει την απόλυτη συνειδητότητα μας. Να ζούμε, να γελάμε, να απολαμβάνουμε την κάθε στιγμή, να διαγράφουμε ότι μας πονάει και μας πικραίνει. Να πάψουμε να βάζουμε τη ζωή μας σε αναμονή για τα δήθεν καλύτερα που θα έρθουν.