Ζωγραφίζοντας στην άμμο

Στην άμμο γράφω σ’αγαπώ

Και παίζω με το κύμα

Κι’ερχεται και μου το χαλά

Θεέ μου δεν είναι κρίμα;» 

Κρητική μαντινάδα για τις ζωγραφιές μας στην άμμο το καλοκαίρι, σε κάθε αμμουδιά που πατήσαμε, κάθε κύμα που έσβησε το «σ’αγαπώ» μας, το όνομά μας, το περίτεχνο σχέδιό μας με βότσαλα και κοχύλια. Είναι μόνο παιδική συνήθεια; Μετά από χρόνια οι περισσότεροι πιθανόν θα απαντήσουμε ότι είναι και ας ζωγραφίζουμε σχέδια στην άμμο καθισμένοι στα γόνατα με τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας υποκρινόμενοι ότι το κάνουμε για να χαρούν εκείνα.

Το γράψιμο στην άμμο, η ζωγραφιά στην ακρογιαλιά δίπλα εκεί που σκάει το κύμα, οι πατημασιές μας που επίτηδες αφήνουμε να κάνουν το δικό τους χορό πριν τις διαγράψει η θάλασσα, εξακολουθούν να είναι μια απελευθερωτική συνήθεια, ένα πισωγύρισμα στο χρόνο που είμασταν μικροί, που χτίζαμε κάστρα, μαζεύαμε βότσαλα και γράφαμε με αδέξια γράμματα το όνομα και τους έρωτές μας στην άμμο. Μια πρώτη επαφή με το υποτυπώδες «στυλό» που φτιάχναμε με ξυλαράκι και καμβά την απέραντη αμμουδιά. Ένα πελώριο άγραφο «τετράδιο», ο μαυροπίνακας του καλοκαιριού μας, που με γόμα το απαλό κύμα φιλοξενούσε τα πρώτα μας συναισθήματα, το όνομά μας που με περηφάνια καταφέρναμε να χαράξουμε, κι ας κρυφοκοίταζαν οι άλλοι για να καταλάβουν τι γράφαμε με τόση σπουδή.

Η συνήθεια έμεινε, έγινε τραγούδι, μαντινάδα και μια υπόσχεση για το καλοκαίρι, την παραλία που προσμένει να την επισκεφθούμε, το νέο κύμα που κάθε φορά θα σκάει απαλά και θα σβήνει αυτό που νιώθουμε την ανάγκη να αποτυπώνουμε στην νωπή άμμο. Κάθε σκέψη, κάθε καλοκαίρι ….